σάκεος

σάκεος
σάκος
coarse cloth of hair
neut gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιψαύω — (AM ἐπιψαύω) [ψαύω] αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («oὔτ΄ ἄρ’ ἐπιψαύων σάκεος», Ησίοδ.) || αρχ. μσν. (για γεγονότα ή ενέργεια) κάνω σύντομη μνεία («τὰ δὲ καὶ εἴρηκα αὐτῶν ἐπιψαύσας», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με γεν.) απλώνω το χέρι και πιάνω… …   Dictionary of Greek

  • ποιητός — ή, όν,ΜΑ [ποιώ] 1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί 2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος αρχ. 1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. προσποιητός …   Dictionary of Greek

  • πύκα — Α επίρρ. 1. συμπαγώς, στερεά («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. συνετά, φρόνιμα, μυαλωμένα 3. με προσοχή, επιμελώς («πύκα δ ἔτρεφε δῑα Θεανώ», Ομ. Ιλ.) 4. φρ. «θάλαμος πύκ ἐβάλλετο» τον θάλαμο χτυπούσαν πάμπολλα και συχνά βέλη (Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”